sempervivo

sempervivo
скочка, гартанка

Esperanto-Belarusian dictionary. 2008.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοετής — ές (Α ἰσοετής, ές) ομήλικος, ίσος στα χρόνια νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές γένος φυτών τής τάξης ισοετώδη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”